Μωρέ, μα την αλήθεια,
αυτά τα δυό ερείπια,
Λιοσίων και Στενημάχου,
εμένα του απομάχου,
θυμίσαν τι απομένει
από την ξεχασμένη,
που νοσταλγώ, την εποχή,
σαν ήμουνα παιδί...
Ο δρόμος που παίζαμε,
[ήταν ο θησαυρός μου,
της θύμησης το βιός μου.
Τώρα, όπου γυρίσεις...
[τα μάτια, να κοιτάξεις,
νέες εγκαταστάσεις
σχολεία, πάρκιν, κτίρια,
και κείνη η άκαρδη, η μυστήρια
η άσφαλτος, το χώμα
αμείλικτα το πλάκωσε...
[κι ακόμα,
άχαρες πολυκατοικίες,
πνίξανε μυρωδιές, αυλές...
[και μονοκατοικίες.
Κελιά στενάχωρα, για σκλαβωμένους
και καταναλωτικο-πολιορκημένους)...
Στης Στενημάχου τη γωνία
[και Κωνσταντινουπόλεως,
η έξοδος ήταν της πόλεως,
με την σιδηροδρομική γραμμή,
την τότε βέβαια μοναδική.
Εκεί, δίπλα στα τραίνα,
στις ράγες,
[μαζί με μένα,
παίζαν της Στενημάχου.
[και της Λιοσίων τα παιδιά.
Αυτή, των τραίνων η γειτονιά
για μένα έγινε "σχολείο",
κάθε επιβάτης, κάθε φορτίο
αδρά χαράχτηκε στο παιδικό μυαλό,
να συνδέεται με κάτι ιστορικό.
Με έκπληξη το 'νιωσα αυτό,
σαν δούλευα στα καράβια,
όταν ο ναύτης βοηθός στη βάρδια,
βλέποντας μόνο θάλασσα και ουρανό,
άκουγε τις "ιστορίες μου",
[για τον παλιό καιρό.
Γλαφυρά του διηγόμουν,
[κάθε βράδυ,
μέσα σε πίσσα από σκοτάδι...
Που και που,
[σταμάταγα την ιστορία,
και για ασφάλεια τον έστελνα περιπολία
αφού ήταν ο σκάπουλος*, για να δει, *ναύτης βοηθός του Α/ξ
αν πήγαιναν όλα καλά,
[στο ντεκ* και παρακεί... *κατάστρωμα
[και Κωνσταντινουπόλεως,
η έξοδος ήταν της πόλεως,
με την σιδηροδρομική γραμμή,
την τότε βέβαια μοναδική.
Εκεί, δίπλα στα τραίνα,
στις ράγες,
[μαζί με μένα,
παίζαν της Στενημάχου.
[και της Λιοσίων τα παιδιά.
Αυτή, των τραίνων η γειτονιά
για μένα έγινε "σχολείο",
κάθε επιβάτης, κάθε φορτίο
αδρά χαράχτηκε στο παιδικό μυαλό,
να συνδέεται με κάτι ιστορικό.
Με έκπληξη το 'νιωσα αυτό,
σαν δούλευα στα καράβια,
όταν ο ναύτης βοηθός στη βάρδια,
βλέποντας μόνο θάλασσα και ουρανό,
άκουγε τις "ιστορίες μου",
[για τον παλιό καιρό.
Γλαφυρά του διηγόμουν,
[κάθε βράδυ,
μέσα σε πίσσα από σκοτάδι...
Που και που,
[σταμάταγα την ιστορία,
και για ασφάλεια τον έστελνα περιπολία
αφού ήταν ο σκάπουλος*, για να δει, *ναύτης βοηθός του Α/ξ
αν πήγαιναν όλα καλά,
[στο ντεκ* και παρακεί... *κατάστρωμα
Γύρναε λαχανιασμένος, φουριόζος,
ο Καρδαμυλίτης Νίκος ο ματρόζος* *ναύτης
αφού στερέωνε.... ίσως μιά σκάλα
ή απ' το μπότζι* ό,τι κτυπούσε, *Κλυδωνισμό
[κι έλεγε, "πες μου κι άλλα".
Συγχρόνως, λέγοντας τις ιστορίες,
τσεκάριζα, και την πυξίδα,
[μετρώντας των άστρων τις γωνίες.
Φίλε, σαν ήμουν στην ηλικία ένα,
θυμάμαι μούχαν πει,
[πως τότε όλα τα τραίνα,
φεύγαν, με τον ανθό,
[του γένους φορτωμένα,
να πάνε για το μέτωπο,
σε κείνο τον διμέτωπο
σκληρό αγώνα του σαράντα,
και πως η μάνα μου η Μιράντα,
ήταν με δακρυσμένα μάτια,
και μ' όνειρα κομμάτια,
στις ράγες δίπλα καθισμένη,
για ώρες 'κει να περιμένει,
στο τραίνο όπου θα περνούσε,
να ξεχωρίσει τον γέρο μου,
[αν θα μπορούσε
τον γέρο μου ανάμεσα στους φαντάρους,
που Ιταλο-Γερμανο-βαρβάρους
να πολεμήσουν πηγαίναν, στα βουνά,
τα χιονισμένα πάνω στο Βορρά.
Στα δύο και στα τρία
σαν πήγα σ' ηλικία,
έμαθα τραγωδία
[στ' αλήθεια τι θα πει...
Στη μνήμη μου έχει χαραχτεί,
εκείνη η εφιαλτική σκηνή,
να σπρώχνει η ατμομηχανή,
μπροστά από το τραίνο,
βαγόνι συρματoπλεγματυλιγμένο,
μ' Έλληνες αιχμάλωτους,
[νάναι φουλαρισμένο,
για να αποτρέψουν οι Γερμανοί,
[κάποια ανατίναξη απ' τον "ΕΛΑΣ"* *Ελ. Λαΐκός Απελευτ. Στρατός
και σίγουρη νάναι η άφιξη στη Γερμανία,
[της σκλαβο-εργατιάς...
Με δίχως τέλος και αρχή
σαν να σταμάταγε ο χρόνος δηλαδή,
δεκάδες περνούσανε τα τραίνα
με παλληκάρια φορτωμένα
ημίγυμνα και αλυσοδεμένα,
να πάνε Άουτσβιτς ή αλλού
[για καταναγκαστική δουλειά.
Μα τραίνα έβλεπα και φορτηγά,
με την κλεμμένη μας σοδειά,
που τράβαγαν για Γερμανία,
και καμουφλαρισμένα,
[με μαεστρία
είχαν τα αρχαία που "βουτούσαν",
που αργότερα θα τα πουλούσαν
ξεδιάντροπα, περήφανα (!) και... φανερά
σε ειδικά μαγαζιά, Γερμανικά,
που συνεχίζουν τις πωλήσεις ως και τώρα !
(Σε ρεπορτάζ σ' όλη τη χώρα
το είδαμε απ' τη τιβή,
μα μούγκα εδώ, πλήρης σιωπή)...
Αυτά ως το σαραντατρία...
Στα τέσσερά μου η ιστορία
γυρίζει ανάποδα σελίδα,
και μέσα στα τραίνα είδα
άλλες στολές νάχουν φαντάροι..
Μας χαιρετούσαν με καμάρι
οι Άγγλοι οι ελευθερωτές,
και μας πετούσανε μαθές,
πούμασταν δίπλα στις γραμμές,
μπισκότα ή σοκολάτες....
Δεν ήταν όμως μόνο δαύτες
οι αναμνήσεις απ' τον δρόμο...
Θυμάμαι ακόμα εγώ με τρόμο
τις μάχες... τον Σκόμπυ... τον ΕΛΑΣ...
[το Κομιτάτο... και τους Χίτες*... *Δεξιές οργανώσεις
και το ψωμί που κλέβανε
[οι πεινασμένοι, σαν αλήτες..
Όταν πια έφτασα στα έξη,
είδαμε κόσμο νάχει τρέξει
στις ράγες δίπλα για μια θέση
να δει τη Φρειδερίκη...
Άκουσα από τη Ζυρίχη
γυρνούσαν με τον Παύλο,
τον διάδοχο τον σύζυγό της.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το όνομα μου είναι Τότης !!
και από πούθε βγαίνει,
[έχω την απορία,
όπως και για το γέρο μου,
που σε φωτογραφία,
(πρώτος στα δεξιά),
[τους βασιλιάδες βλέπω να θωρεί...
και απορία μεγάλη σε μένα προκαλεί
το πώς βρέθηκε ανάμεσα σ' εκλεκτούς
[και επ-ί-σημους ο κακομοίρης,
αφού 'ταν άνθρωπος της πλέμπας,
[και μια ζωή μπατίρης !!
Στα γεγονότα τα Κατοχικά, τα τρένα,
ήτανε κάτι σαν ιστορικοί για μένα.
Λες και... ντοκιμαντέρ την ιστορία,
την σύγχρονη, "τράβηξε" στην ουσία,
η αθώα κι άγουρη ματιά μου,
[με τους γονείς μου πρωταγωνιστές,
στις τραγικές για τον λαό μας,
[εκείνες εποχές....
Εκείνες που έζησα, κι ότι θυμάμαι από τότε,
[σκέφτηκα να σου πω,
θωρώντας απ' το παράθυρο του τρένου της ζωής μου,
[και που ακόμα τσουλάει με ατμό,
που θολώνει με σύννεφα τις αναμνήσεις,
[στου βίου μου την ανηφόρα,
κι αρχή απ' το '39* σου κάνω, *1939
[με όσα συγκράτησα στη μνήμη έως τώρα...
_______________________________________
ο Καρδαμυλίτης Νίκος ο ματρόζος* *ναύτης
αφού στερέωνε.... ίσως μιά σκάλα
ή απ' το μπότζι* ό,τι κτυπούσε, *Κλυδωνισμό
[κι έλεγε, "πες μου κι άλλα".
Συγχρόνως, λέγοντας τις ιστορίες,
τσεκάριζα, και την πυξίδα,
[μετρώντας των άστρων τις γωνίες.
Φίλε, σαν ήμουν στην ηλικία ένα,
θυμάμαι μούχαν πει,
[πως τότε όλα τα τραίνα,
φεύγαν, με τον ανθό,
[του γένους φορτωμένα,
να πάνε για το μέτωπο,
σε κείνο τον διμέτωπο
σκληρό αγώνα του σαράντα,
και πως η μάνα μου η Μιράντα,
ήταν με δακρυσμένα μάτια,
και μ' όνειρα κομμάτια,
στις ράγες δίπλα καθισμένη,
για ώρες 'κει να περιμένει,
στο τραίνο όπου θα περνούσε,
να ξεχωρίσει τον γέρο μου,
[αν θα μπορούσε
τον γέρο μου ανάμεσα στους φαντάρους,
που Ιταλο-Γερμανο-βαρβάρους
να πολεμήσουν πηγαίναν, στα βουνά,
τα χιονισμένα πάνω στο Βορρά.
Στα δύο και στα τρία
σαν πήγα σ' ηλικία,
έμαθα τραγωδία
[στ' αλήθεια τι θα πει...
Στη μνήμη μου έχει χαραχτεί,
εκείνη η εφιαλτική σκηνή,
να σπρώχνει η ατμομηχανή,
μπροστά από το τραίνο,
βαγόνι συρματoπλεγματυλιγμένο,
μ' Έλληνες αιχμάλωτους,
[νάναι φουλαρισμένο,
για να αποτρέψουν οι Γερμανοί,
[κάποια ανατίναξη απ' τον "ΕΛΑΣ"* *Ελ. Λαΐκός Απελευτ. Στρατός
και σίγουρη νάναι η άφιξη στη Γερμανία,
[της σκλαβο-εργατιάς...
Με δίχως τέλος και αρχή
σαν να σταμάταγε ο χρόνος δηλαδή,
δεκάδες περνούσανε τα τραίνα
με παλληκάρια φορτωμένα
ημίγυμνα και αλυσοδεμένα,
να πάνε Άουτσβιτς ή αλλού
[για καταναγκαστική δουλειά.
Μα τραίνα έβλεπα και φορτηγά,
με την κλεμμένη μας σοδειά,
που τράβαγαν για Γερμανία,
και καμουφλαρισμένα,
[με μαεστρία
είχαν τα αρχαία που "βουτούσαν",
που αργότερα θα τα πουλούσαν
ξεδιάντροπα, περήφανα (!) και... φανερά
σε ειδικά μαγαζιά, Γερμανικά,
που συνεχίζουν τις πωλήσεις ως και τώρα !
(Σε ρεπορτάζ σ' όλη τη χώρα
το είδαμε απ' τη τιβή,
μα μούγκα εδώ, πλήρης σιωπή)...
Αυτά ως το σαραντατρία...
Στα τέσσερά μου η ιστορία
γυρίζει ανάποδα σελίδα,
και μέσα στα τραίνα είδα
άλλες στολές νάχουν φαντάροι..
Μας χαιρετούσαν με καμάρι
οι Άγγλοι οι ελευθερωτές,
και μας πετούσανε μαθές,
πούμασταν δίπλα στις γραμμές,
μπισκότα ή σοκολάτες....
Δεν ήταν όμως μόνο δαύτες
οι αναμνήσεις απ' τον δρόμο...
Θυμάμαι ακόμα εγώ με τρόμο
τις μάχες... τον Σκόμπυ... τον ΕΛΑΣ...
[το Κομιτάτο... και τους Χίτες*... *Δεξιές οργανώσεις
και το ψωμί που κλέβανε
[οι πεινασμένοι, σαν αλήτες..
Όταν πια έφτασα στα έξη,
είδαμε κόσμο νάχει τρέξει
στις ράγες δίπλα για μια θέση
να δει τη Φρειδερίκη...
Άκουσα από τη Ζυρίχη
γυρνούσαν με τον Παύλο,
τον διάδοχο τον σύζυγό της.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το όνομα μου είναι Τότης !!
και από πούθε βγαίνει,
[έχω την απορία,
όπως και για το γέρο μου,
που σε φωτογραφία,
(πρώτος στα δεξιά),
[τους βασιλιάδες βλέπω να θωρεί...
και απορία μεγάλη σε μένα προκαλεί
το πώς βρέθηκε ανάμεσα σ' εκλεκτούς
[και επ-ί-σημους ο κακομοίρης,
αφού 'ταν άνθρωπος της πλέμπας,
[και μια ζωή μπατίρης !!
Στα γεγονότα τα Κατοχικά, τα τρένα,
ήτανε κάτι σαν ιστορικοί για μένα.
Λες και... ντοκιμαντέρ την ιστορία,
την σύγχρονη, "τράβηξε" στην ουσία,
η αθώα κι άγουρη ματιά μου,
[με τους γονείς μου πρωταγωνιστές,
στις τραγικές για τον λαό μας,
[εκείνες εποχές....
Εκείνες που έζησα, κι ότι θυμάμαι από τότε,
[σκέφτηκα να σου πω,
θωρώντας απ' το παράθυρο του τρένου της ζωής μου,
[και που ακόμα τσουλάει με ατμό,
που θολώνει με σύννεφα τις αναμνήσεις,
[στου βίου μου την ανηφόρα,
κι αρχή απ' το '39* σου κάνω, *1939
[με όσα συγκράτησα στη μνήμη έως τώρα...
_______________________________________
* Το "ήλθα.. είδα.. δεν ενίκησα" είναι το 3ο μέρος της τριλογίας
''ιστορίες & υστερίες της Ιστορίας'' και αναφέρεται στα χρόνια 1939 - 2019. Συνεργάστηκαν οι Π. Β. Ματαράγκας και Κ. Γ. Ραπακούλια
___________________________________________________________
ήλθα.. είδα.. δεν ενίκησα
No comments:
Post a Comment